Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

ΠΛΗΡΩΜΕΝΟ ΠΕΝΑΛΤΥ

Δημήτρης Η. Παστουρματζής

Πληρωμένο πέναλτυ

"
Άντε βιάσου", φώναξε ανυπόμονα στον γιό της, που 'χε μείνει πίσω χαζεύοντας.
"Κοίταξε ανήσυχη τον ουρανό και ανατρίχιασε.
"Αντε Αλέξανδρε παιδί μου, βιάσου".
"Την τρόμαζε όλη αυτή η μαυρίλα που κρεμόταν πάνω τους. Μύριζε την αλλαγή στον αέρα και βιαζόταν να φτάσουν στο αυτοκίνητο προτού ξεσπάσει η μπόρα.
"Αλέξανδρε".
Για το χατήρι του είχε έρθει αλλά το μετάνιωσε. Η διάθεσή της ήταν πιο σκοτεινή κι απ' τα σύννεφα για να τρέχει στα πανηγύρια. Ο Σεπτέμβρης την έπνιγε. Βούλιαζε στην βροχή και στη θλίψη της. Του τό 'χε υποσχεθεί όμως του μικρού και δεν άντεχε να τον στεναχωρήσει. Το πανηγύρι αυτό, μαζί με τη "Γιορτή της σαρδέλας", ήταν από τα πιο σημαντικά γεγονότα της περιοχής και όλοι τα περίμεναν πως και πως. Εκτός από αυτήν. Αισθανόταν τόσο ξένη με όλα αυτά γύρω της. Τον τόπο. Τους ανθρώπους.
Βάδισε προς το μέρος του παιδιού. Ένιωθε τύψεις για την αντίδρασή της. Το παιδί δεν έφταιγε σε τίποτα. Θα έπρεπε μάλιστα να του αφιερώνει περισσότερο χρόνο. Το 'λεγε και το ξανάλεγε στον εαυτό της αλλά με τη δουλειά, τις υποχρεώσεις του σπιτιού και τους ατέλειωτους καβγάδες με τον άντρα της, δεν είχε διάθεση; κουράγιο; ακόμα κι όταν υπήρχε χρόνος.
Είδε τον μικρό που 'χε καρφώσει τα μάτια του πάνω της και προσπάθησε να του χαμογελάσει.
Της την έδινε όλος αυτός ο κόσμος γύρω της. Τα χαμόγελα τους. Τα ρούχα τους. Οι βόλτες στους πάγκους των μικροπωλητών, οι μυρώδιες απ' τα σουβλάκια και τα φτηνά αρώματα, τα τενεκεδάκια της μπύρας στο χέρι, ακόμα και το μαλλί της γριάς. Τον επόμενο μήνα έκλεινε τα τριάντα τρία. Το σκεφτόταν συνεχώς. Και τί είχε καταφέρει; Να ζηλεύει το γέλιο στα πρόσωπα των ανθρώπων. Έφτανε να δει ένα ερωτευμένο ζευγάρι για να γίνουν όλα μέσα της άνω κάτω. Αισθανόταν πως δεν υπήρχε πια μέρος γι 'αυτήν και της ερχόταν να κλάψει, αλλά καιρό τώρα τα δάκρυά της στέγνωναν στην ανέκφραστη θάλασσα μιας βαθειάς πίκρας.
"Μαμά, μαμά, θέλω κι εγώ να σουτάρω πέναλτυ".
Ο μικρός την τραβούσε απ' το χέρι.
"...Κοίτα, μαμά, είναι ένας τερματοφύλακας και πάνε τα παιδιά και κτυπάνε πέναλτυ".
Της έδειχνε προς το γήπεδο αλλά αυτή δεν καταλάβαινε. Έβλεπε μόνο τις πλάτες των συγκεντρωμένων που κραύγαζαν και χειροκροτούσαν. Θα τον έστελνε αύριο με τον παππού του, να κάνει ότι θέλει.
"Πάμε να φύγουμε αγόρι μου, προτού μας πιάσει η βροχή".
"Έλα μαμά, άσε με να πάω, ένα κατοστάρικο το σουτ είναι".
"Ένα κατοστάρικο το σουτ, για περάστε. Στα τρία γκολ πλούσια δώρα. Για περάστε... Έλα νεαρέ, για σένα το ένα τζάμπα".
Η φωνή του γιγαντόσωμου άντρα με το στενό ριγέ φανελάκι και το μακρύ σόρτς, ήταν αλλόκοτα στριγγλή. Έμοιαζε να βγαίνει από άλλο σώμα.
Ο Αλέξανδρος έκανε να πάει προς το μέρος του.
"Θα αργήσουμε και θα φωνάζει ο πατέρα σου", του είπε και τον έπιασε από τον ώμο.
"Έλα νεαρέ, για σένα το ένα σουτ τζάμπα".
Τράβηξε απότομα το χέρι της από το παιδί, βρίζοντας τον εαυτό της. Λες και δεν έφταναν τα όσα τους έκανε...λες και δεν τον φοβόταν αρκετά.
"Λάθη επί λαθών", σκέφτηκε βλέποντας τον μικρό να χάνεται μέσα στον κόσμο. Κόντευε τα δώδεκα κι ανησυχούσε πολύ γι' αυτόν. "Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα". Αυτό το ήξερε πολύ καλά αλλά φοβόταν τις συνέπειες ενός χωρισμού...να τους βλέπει όμως να μαλώνουν και να βρίζονται... Ντρεπόταν γι΄αυτήν την εικόνα στα μάτια του παιδιού.
Διέσχισε σώματα και φωνές. Στάθηκε μπροστά σε ένα πρόχειρο κιγκλίδωμα, χωρίς ν' αφήνει το παιδί από τα μάτια της.
Είχε στήσει την μπάλα στο σημείο του πέναλτυ και έκανε πίσω για να πάρει φόρα. Απένατι ο τερματοφύλακας στήθηκε κάτω από τα δοκάρια. Χαμογέλασε στον μικρό και έστειλε στο πλάι μια τούφα μαλλιά που έπεφτε στο προσωπό του.
Ο μικρός κοίταξε τη μαμά του. Ο τερματοφύλακας χτύπησε τα γαντοφορεμένα του χέρια.
Για πρώτη φορά το βλέμμα της στάθηκε πάνω του. Τα μαύρα σύννεφα την πλάκωσαν. Κάτι σαν βροντή ακούστηκε μακρία.
Ο Αλέξανδρος ξέκινησε. Η βοή από τις φωνές τη θόλωσε. Ο Τερματοφύλακας λύγισε τα πόδια, γέρνοντας μπροστά το σώμα του.
Μια αστραπή φώτισε τα μάτια της. Τον αναγνώρισε.
Σαν σε όνειρο είδε τον εαυτό της να γυρνάει την πλάτη και να φεύγει σ΄έναν άλλον τόπο, με τα ίδια πρόσωπα. Ο τερματοφύλακας πίσω της να την φωνάζει να γυρίσει, αυτή να απομακρύνεται, πιο γρήγορα, και τα χέρια της να σφίγγουν την καινούργια ζωή στην κοιλιά της.
Ο Αλέξανδρος κλωτσούσε την μπάλα, ο τερματοφύλακας έπεφτε στη γωνιά.
Αυτός είναι! το στομάχι της δέθηκε κόμπο. Της ήρθε αναγούλα. Το όνομά του γλίστρησε στο στόμα της. Στέλιο! Ένας πόνος την ξέσκισε χαμηλά στην κοιλιά. Άνοιξε το στόμα της να φωνάξει κι η φωνή της χάθηκε πίσω στο χρόνο.
Τον είχε γνωρίσει όταν δούλευε στου πατέρα της. Οδηγός σ' ένα φορτηγάκι, κουβαλούσε τσιμέντα. Ξένος ήταν στην περιοχή, από ένα χωρίο των Σερρών. Σχεδόν συνομήλικοι, κοντά στα είκοσι. Ερωτεύθηκαν. Επτά μήνες κράτησε. Στα τελευταία έμεινε έγκυος. Του το΄πε κι αυτός εξαφανίστηκε. Γύρισε μερικούς μήνες αργότερα.Εμαθε ότι αυτή παντρεύτηκε. Έλεγε τάχα πως είναι δικό του το παιδί που κουβαλούσε μέσα της. Του γύρισε την πλάτη κι έφυγε.
Η μπάλα έφτασε στα χέρια του. Την μπλοκάρισε κι άφησε το σώμα του να κυλίσει στο χώμα.
"Αλέξανδρε". Η φωνή της βγήκε υπόκωφη. Από άλλο κόσμο.
Άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες. Ο κόσμος έφευγε βιαστικός. Έτρεξε κι έσφιξε το παιδί στην αγκαλιά της.
"Γιόβο, μάζεψε τις μπάλες να φύγουμε", φώναξε ο μεγαλόσωμος άντρας με την στριγγλή φωνή στον τερματοφύλακα.
"Ντα", απάντησε. Κοίταξε τον ουρανό και κάτι μουρμούρισε στη γλώσσα της πατρίδας του.
"Ευτυχώς στη Σέρρες μιλάνε ελληνικά", σκέφτηκε, και ξεκίνησε για το αυτοκίνητο με τον μικρό στην αγκαλιά της.
Ευτυχώς!


(
Δημοσιεύθηκε στον συλλογικό τόμο «Συνάντηση» (Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης, Κοζάνη 1997),




ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΛΟ ΤΕΛΟΣ

Δημήτρης Η. Παστουρματζής

Αυτές οι ιστορίες δεν έχουν καλό τέλος

Συνήθως έτσι γίνεται, παραμιλούσε, όταν συμφωνούν και οι δύο. Κι αν διαφωνούν;
Σηκώθηκε από το χαμηλό καναπέ κι άρχισε να βηματίζει πάλι πάνω-κάτω στη μικρή αίθουσα αναμονής. Αυτή η ιστορία τον έκανε να παραμιλάει. Να καταλάβαινε, τουλάχιστον και το λόγο. Ασυναίσθητα βρέθηκε να ξαναμετράει, φωναχτά αυτή τη φορά, τα μεγάλα μπεζ πλακάκια στο πάτωμα. Βήμα και πλακάκι, ενα, δύο...
πλακάκι και σκέψη...τρία...
Γιατί στα πράγματα που γίνονται από δύο να πρέπει να αποφασίζει μετά ένας;...
τέσσερα, πέντε...
Στην αρχή, όταν του το 'πε, δεν πίστευε στα αυτιά του...έξι...
Είχε φυλάξει κάπου μέσα του τα υπολείμματα εκείνης της γλυκιάς συγκίνησης...επτά...
Τόσα χρόνια ήταν μαζί και χώρια...
...το όγδοο ραγισμένο...
στομαυροπίνακα της ζωής του γραμμένη με κιμωλία...
...εννέα, δέκα, έντεκα...
Με το πρόσωπο στον τοίχο. Ήθελε βάψιμο. Γύρισε. Στο πλάτος τώρα.
...δύο...
Για μέρες δεν μιλούσε.
"Σταμάτα να συμπεριφέρεσαι σαν παιδί. Τί θέλεις, να με γεμίσεις ενοχές; Λίγα προβλήματα έχω και μόνο αυτό μου έλειπε. Αλλά πού να καταλάβετε εσείς. Φταίω εγώ που σου το είπα..."
Τη χτύπησε. Ένα χαστούκι.
"Είσαι ζώο. Ήθελες να κάνω και παιδί μαζί σου."
Σηκώθηκε κι έφυγε.
...τρία, τέσσερα, πέντε, έξι...το έβδομο είχε ένα λεκέ.
Με τη μύτη του παπουτσιού τον έξυσε. Μπροστά του περνούσαν τα χρόνια του μαζί της. Ελεύθερη, αρραβωνιασμένη, παντρεμένη, χωρίς παιδί, με ένα παιδί...
"Θέλω ένα ακόμα τού 'χε πει, ο γιος μου χρειάζεται αδελφάκι. Ένα μαζί σου."
Μετά έμαθε ο άντρας της γι' αυτούς. Για καιρό δεν βλεπόταν. Ξανάσμιξαν μέχρι την ημέρα που του είπε: "Είμαι έγκυος".
Του 'ρθε να κλάψει. Δεν καθάριζε ο λέκες.
...ένα ακόμα βήμα και πάλι τοίχος...
Τη φαντάστηκε ξαπλωμένη σ' εκείνο το πτυσσόμενο κρεβάτι και πολυθρόνα μαζί, με τα πόδια ανοιχτά και σηκωμένα. Ο γιατρός καθισμένος μπροστά της, με τα χέρια του μέσα της, να ξύνει και να ξύνει...
Ήθελε να έρθει μόνη. Δεν συναντιόταν, πια. Αυτός επέμενε.
Η πόρτα άνοιξε απότομα. Μια νοσοκόμα με ποδιά χειρουργείου.
"Ελάτε να τη βοηθήσετε", είπε. Του φάνηκε επιτιμητικά.
Ήταν ξαπλωμένη σε ένα άλλο κρεβάτι πίσω από ένα μικρό διαχωριστικό.
Ο γιατρός κάτι της έλεγε. Την πλησίασε. Γύρισε το βλέμμα της πάνω του. Τα μάτια της, υγρή φωτιά τον ζεμάτισαν. Τα χείλη της σφαλισμένα. Μια γραμμή αυταπάρνησης. Κι όλες εκείνες οι φακίδες, που αγαπούσε, μαύρα στίγματα σε ωχρό φόντo.
Της έπιασε το χέρι αλλά δεν ήταν εκεί.
Περίμεναν μέχρι να συνέλθει. Σε όλη τη διαδρομή της επιστροφής δεν έβγαλε μιλιά. Είπε μόνο να την αφήσει δύο τετράγωνα προτού το σπίτι της μάνας της.
"Να σου τηλεφωνήσω;" τη ρώτησε.
"Όχι", του απάντησε και χωρίς δεύτερη κουβέντα απομακρύνθηκε.



"Καλά δεν ακούς που σου μιλάω τόση ώρα;"
Την κοίταξε ξαφνιασμένος. Η φωνή της ακούστηκε δυνατά στο μικρό καφέ που συναντήθηκαν στην άκρη της πόλης.
"Τί σκέφτεσαι πάλι;"
"Αυτό που λέγαμε", της είπε., "να κάνουμε ένα παιδί..."
"Βλακείες!".


(Δημοσιεύθηκε στο τομίδιο «Μετρό. Καλοκαιρινές ιστορίες» (έκδοση του περιοδικού «Μετρό», 1998) )


Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Guy Sajer. Ο ξεχασμένος στρατιώτης: Αναμνήσεις από τον πόλεμο στο Ανατολικό Μέτωπο, 1942-1945.


ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ Η.ΠΑΣΤΟΥΡΜΑΤΖΗΣ
προτείνει

Guy Sajer. Ο ξεχασμένος στρατιώτης: Αναμνήσεις από τον πόλεμο στο Ανατολικό Μέτωπο, 1942-1945. Μετ: Διονύσης Κάρδαρης, Επιμ.: Δημήτρης Σπυρόπουλος. Αθήνα, Ιωλκός 2006, 784 σελ.

Guy Sajer… Guy Sajer, ποιος είσαι λοιπόν;
Οι γονείς μου γεννήθηκαν πάνω σ' αυτή τη γη, μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα απόσταση ο ένας από τον άλλον. Μια απόσταση γεμάτη δυσκολίες, παράξενες αδυναμίες, σύνορα που μπλέχτηκαν μεταξύ τους, αλλά και συναισθήματα ισοδύναμα όσο κι ανείπωτα.
Είμαι φύτρα τούτης της σύζευξης, ταγμένος στην ευάλωτη ισορροπία, έχοντας μια μόνο ζωή για να επιλύσω τόσα προβλήματα.
Ήμουν νέος, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία. Τα προβλήματα προϋπήρχαν, απλώς τ' ανακάλυπτα.
Έπειτα ήρθε ο πόλεμος. Τον έβαλα στη ζωή μου, αφού αυτός μόνο υπήρχε τότε, όταν εγώ ήμουν σε ηλικία ν' αγαπήσω.
Το μερτικό μου το πήρα με το παραπάνω. Ξαφνικά βρίσκομαι να τιμήσω δυο σημαίες, να υπερασπίσω δυο μέτωπα απ' τη μια τη γραμμή Ζίγκφριντ κι απ' την άλλη τη γραμμή Μαζινό. Παραέξω οι ορκισμένοι εχθροί. Υπηρέτησα, έκανα όνειρα, είχα ελπίδες. Το κρύο το έζησα κι αυτό, όπως φόβο μπροστά στην πύλη όπου δε φάνηκες ποτέ Λιλή Μαρλέν.
Μια μέρα έπρεπε και να πεθάνω, από δω και πέρα τίποτα δεν έχει σημασία.
Τέτοιος παραμένω, λοιπόν, αμετανόητος, ξένος σε κάθε ανθρώπινη συνθήκη.
Guy Sajer

Guy Sajer είναι το ψευδώνυμο του Guy Moumimoux, συγγραφέα του βιβλίου ‘‘Ο ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ – Αναμνήσεις από τον πόλεμο στο Ανατολικό μέτωπο 1942-1945’’ που εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1967 (LE SOLDAT OUBLIE τίτλος πρωτοτύπου) και προκάλεσε αντιδράσεις και σχόλια ως προς την ιστορική του ακρίβεια αλλά και διθυραμβικές κριτικές, σημειώνοντας μεγάλη εμπορική επιτυχία σε όσες χώρες μεταφράστηκε
Ο συγγραφέας γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου του 1927 και ήταν καρπός του γάμου ενός Γάλλου από την περιοχή της ‘‘Κεντρικής Οροσειράς’’ (Masif central) και μιας Γερμανίδας από τη Σαξονία με το επώνυμο Sajer.
Σε ηλικία 16 ετών θα βρεθεί με τους δικούς του στην προσαρτημένη από το Γ’ Ράϊχ της Γερμανίας, περιοχή της Αλσατίας. Κυνηγώντας την περιπέτεια και υποκύπτοντας στα στερεότυπα των Γερμανών εφήβων της εποχής, βρίσκεται εθελοντής σε στρατόπεδο νεολαίας στο Στρασβούργο και αργότερα του Κελ, όπου και η Γερμανική μηχανή τον στρατολογεί στις εφοδιοπομπές των σιδηροδρόμων. Το φθινόπωρο του 1942 θα γνωρίσει
την Ρωσία ως μέλος του σώματος μεταφορών και τον αδυσώπητο χειμώνα στις Ρωσικές στέπες μεταφέροντας εφόδια σε προχωρημένες θέσεις του Γερμανικού στρατού. Τον Μάη του 1943 θα μετατεθεί εθελοντικά στην επίλεκτη μηχανοκίνητη μεραρχία πεζικού «Gross Deutschland» (Μεγάλη Γερμανία), με την οποία λαμβάνει μέρος στις συγκλονιστικές μάχες του Ανατολικού Μετώπου, όπου και αντί της πολυπόθητης δόξας θα γνωρίσει τη φρίκη! Την αληθινή φρίκη, αυτή που νιώθει ο πολεμιστής της πρώτης γραμμής του μετώπου. Εκεί που ο πόλεμος δεν είναι ιδεολογική ή προσωπική υπόθεση και η επιβίωση στο ρωσικό χειμώνα είναι από μόνης της μάχη. Μα πάνω απ’ όλα θα καταλάβει, με τον οδυνηρότερο τρόπο, πως όλα αυτά που τον είχαν οδηγήσει εκεί, δεν ήταν παρά ένα ολέθριο ψέμα. Πως καμιά ιδέα ή πίστη δεν άξιζε αυτή την άσκοπη θυσία.
Από το Κουρσκ έως το Χάρκοβο, παγιδευμένος μέσα στο χιόνι και τη λάσπη για ατέλειωτα μερόνυχτα, κάτω από το ανελέητο σφυροκόπημα του ρωσικού πυροβολικού και τα ακατάπαυστα κύματα εφόδου του εχθρού, ο Sajer θα ζήσει την κόλαση. Οι αφηγήσεις της μάχης του Μπιέλγκοροντ και το πέρασμα του ποταμού Δνείπερου αποτελούν μερικά από τα συγκλονιστικότερα σημεία του βιβλίου που καθηλώνουν τον αναγνώστη. Ακολουθεί η υποχώρηση της επίλεκτης μεραρχίας και οι απελπισμένες μάχες οπισθοφυλακής από τη Ρουμανία και τα Καρπάθια μέχρι την Πολωνία και ο χειμώνας του 1944-45 στην Ανατολική Πρωσία, στο Μέμελ και στο Ντάντσιχ όπου η φρίκη αγγίζει τον παροξυσμό. Η μαζική έξοδος του άμαχου γερμανικού πληθυσμού των ανατολικών περιοχών και ο απελπισμένος αγώνας της επιβίωσης, μέχρι την ημέρα της αιχμαλωσίας όταν η μονάδα του παραδίδεται στους Άγγλους στο Ανόβερο. Ο Sajer αντιμετωπίζεται ως «αμφίβολη περίπτωση» από την Συμμαχική Διοίκηση που δεν ήταν σίγουροι αν θα τον κατατάξουν στους Γερμανούς ή στους Γάλλους συνεργάτες των Γερμανών.
Μετά το τέλος του πολέμου του δίνεται η “δυνατότητα αποκατάστασης” με την υποχρεωτική στράτευσή του, στις τάξεις του Γαλλικού Στρατού. Για χρόνια θάβει τις αναμνήσεις του ζώντας ολομόναχος με την ιστορία, έτσι όπως την είχε ζήσει, παραμένοντας ένας “ξεχασμένος στρατιώτης” στη χώρα που γεννήθηκε.
Το 1952, όταν και αρρώστησε, ξεκίνησε να συνθέτει ψηφίδα – ψηφίδα το μωσαϊκό των βιωμάτων του από τον πόλεμο, γεμίζοντας μέσα σε πέντε χρόνια δεκαεπτά τετράδια γραμμένα με μολύβι που συνοδευόταν από λεπτομερή σχέδια και χάρτες . Το αν η ακρίβεια ορισμένων λεπτομερειών που αφορούν τοπωνυμία, υπομονάδες της μεραρχίας «Gross Deutschland» ή ονόματα αξιωματικών αμφισβητείται από κάποιους, ουδόλως θα απασχολήσει τον αναγνώστη, καθώς δεν πρόκειται για ένα ιστορικό βιβλίο, αλλά για μια εξαιρετική μαρτυρία των πολεμικών εμπειριών του συγγραφέα με αφηγηματικά χαρίσματα που εμβαθύνει αλλά και συγκλονίζει με την αμεσότητά της, καθώς η φρίκη και ο τρόμος βρίσκουν την εκφρασή τους στις περιγραφές του.
Για την ιστορία το βιβλίο έχει αναγνωριστεί ως πραγματική αυτοβιογραφία από τον στρατό των ΗΠΑ και συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των διδακτέων ιστορικών βιβλίων που αφορούν το Β Παγκόσμιο Πόλεμο στο U.S. Army Command and General Staff College, ενώ ο Ολλανδός σκηνοθέτης Paul Verhoeven έχει ενδιαφερθεί για την μεταφορά του βιβλίου στον κινηματογράφο.


Δημοσιεύθηκε στο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ
τόμος 21ος. Τεύχος 81

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

HAROLD PINTER...later

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

΄Ενδεκα ιστορίες από τη φυλακή

Διηγήματα του Δημήτρη Παστουρματζή

του Βαγγέλη Αθανασόπουλου

Δημήτρης Παστουρματζής: «Ο γενναίος που δεν είμαι».

Εκδόσεις Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 58.

Μοιάζει με εφιάλτη αλλά δεν είναι: μόνο οι εφησυχασμένοι, οι εντελώς παθητικοί, οι τρομαγμένοι, αυτοί που βλέπουν την πραγματικότητα μέσα από τα ασφαλισμένα, κλειστά σπίτια και τους κλειστούς μεγάλους “κύκλους” τους μπορούν να το δουν έτσι. Πρέπει να βλέπει κάποιος την πραγματικότητα ως απειλή των κεκτημένων του ή ως θέαμα γραφικό, για να μπορεί να το δει ως εφιάλτη. Μοιάζει λοιπόν με εφιάλτη αλλά είναι απλώς το έπος της σύγχρονης εποχής. Η αγανάκτηση, η απελπισία, το άλογο ξέσπασμα, η αυτοκαταστροφή, το έγκλημα, η φυλακή, η πρέζα, η ομοφυλοφιλία, η περιθωριοποίηση και το αποτέλεσμά της: ένα “περιθώριο” που, παρά το όνομά του, χτυπά ολοζώντανο στο κέντρο, στην καρδιά του κοινωνικού συστήματος.

Μέσα από το βιβλίο του Δημήτρη Παστουρματζή, Ο γενναίος που δεν είμαι, χαρτογραφείται συγκινησιακά ο κόσμος της φυλακής, όπου η βία γίνεται έκφραση αισθησιασμού και μέσο λαγνείας. Ο κόσμος του Jean Genet σε μια εκδοχή πολύ λιγότερο ποιητική και γι’ αυτό περισσότερο αυθεντική. Τι μας προκαλεί σε αυτά τα κείμενα που εντελώς αμήχανα χαρακτηρίζονται «διηγήματα» στο εξώφυλλο; Η λογοτεχνικότητά τους; Καθόλου, γιατί προγραμματικά εδώ δεν υπάρχουν τέτοιες αξιώσεις. Η σημασία τους ως μαρτυρίες; Ούτε, γιατί σχεδόν καθημερινά μας δίνονται πολύ πιο ωμές ―άρα συναρπαστικές― σχετικές μαρτυρίες. Επίσης, δεν είναι το προσωπικό συναίσθημα (που μόνο περιστασιακά εκτρέπεται σε μελοδραματισμό, όπως π.χ. στο «Μετέωρο στον χρόνο») που συγκινεί. Σε ελάχιστες άλλωστε περιπτώσεις το βιβλίο επιδιώκει τη συγκίνηση, και αυτό αποτελεί μια από τις αρετές του. Αυτό λοιπόν που κάνει τον αναγνώστη να συνεχίσει μέχρι τέλους την ανάγνωση είναι μια λανθάνουσα, αποσπασμαστική και σπασμωδική τελετή αποκάλυψης ενός ξεχασμένου μυστικού: ότι η ανθρωπιά μπορεί να μην είναι αρκετή για να κυριαρχήσουμε πάνω στο περιβάλλον, αλλά είναι το μόνο που μπορεί να μας κάνει να ζούμε όχι απλώς χωρίς δυσκολίες αλλά και με ευχαρίστηση με τον άλλο άνθρωπο.

Δεν είναι άραγε περίεργο ―ή μάλλον ύποπτο― για την κοινωνία και τον πολιτισμό μας ότι αυτή η χαμένη αξία γίνεται δυνατό να έρθει στην επιφάνεια μέσα από κείμενα που περιγράφουν τη ζωή μέσα στη φυλακή; Μήπως οι πιο λειτουργικές από τις κοινωνικές αξίες δοκιμάζονται μέσα στην επικράτεια αυτού που ονομάζουμε “περιθώριο”; Τα ένδεκα αφηγήματα παρουσιάζουν κάποιες στιγμές από τη ζωή ενός έγκλειστου στις φυλακές, αποτελώντας μικρά καλοφωτισμένα κομμάτια από μια εικόνα τεράστια και σκοτεινή: η πρώτη μέρα του εγκλεισμού στο Επταπύργιο, οι βιασμοί μέσα στη φυλακή, η βία, οι απόπειρες αυτοκτονίας που αποτελούν πρόχειρο μέσο εκβιασμού αλλά και έσχατο τρόπο υπεράσπισης της προσωπικής αξιοπρέπειας, η νοσταλγία για την έξω ζωή, για τις καθημερινές ασήμαντες συνήθειες, η πίκρα για τα πρόσωπα που σε ξεχνούν ενώ εσύ προσπαθείς να επιβιώσεις μόνο με την ανάμνησή τους, η τρυφερότητα που αναπάντεχα, ασυνείδητα, αθέλητα, ζωωδώς αλλά και αυθεντικά βγαίνει μέσα από ανθρώπινα πλάσματα που έχουν αφεθεί στην κτηνωδία της τρέλας, η πενθήμερη άδεια που ο φυλακισμένος χρησιμοποιεί για να χορτάσει την πείνα ετών καταβροχθίζοντας «τα στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής των άλλων», μια άδεια που τελικά αισθάνεται πως δεν την εκμεταλλεύτηκε όπως θα έπρεπε:

΄Ετσι πέρασαν οι τρεις πρώτες μέρες. Την τέταρτη επιτέλους τη συνάντησε. Δεν πρόλαβε να πει σχεδόν τίποτε, γιατί εκείνη τον παρέσυρε σ’ ένα σμίξιμο βουβό και παρατεταμένο. Μετά δεν άντεξε, της μίλησε. Τα λόγια του γίναν πόνος και ντροπή. Αν το πρώτο μέλημα των εραστών είναι να προσφέρουν ικανοποίηση ο ένας στον άλλο, το αμέσως επόμενο είναι να πληγώνονται. Πέντε μέρες και πάλι πίσω, με τις πόρτες να κλείνουν ερμητικά στην πλάτη του. Επτά ώρες όλες και όλες ήταν τελικά μαζί της. Μπανιστήρι στη ζωή των άλλων. Σαν μυλόπετρα θα τις αλέθει και θα μηρυκάζει τις στιγμές. Ξαπλωμένος ανάσκελα, δεν έχει κουράγιο ούτε να σκουπίσει τον ιδρώτα που κυλάει στα μάτια του. Και τις μύγες τις αφήνει ανενόχλητες να κάθονται πάνω του. Σκέφτεται πως χεσμένο τον έχουν, έτσι κι αλλιώς.

Στο τέταρτο αφήγημα, όταν ο αφηγητής προσπαθεί να κρατήσει στη ζωή έναν συγκρατούμενο που έχει “χτυπήσει” μιά ένεση ηρωίνης μέσα στο μπάνιο και γυμνός σπαρταρά «σαν ψάρι στο βρόμικο πάτωμα, μπροστά στο διαχωριστικό των λουτήρων», ακούει «μιαν άλλη φωνή, ξεψυχισμένη και απόμακρη», εκεί στο μπάνιο, λίγο προτού χάσει τις αισθήσεις του, να του λέει μια μεγάλη αλήθεια, μιαν αλήθεια πικρή που δεν αφορά μόνο τους έγκλειστους στη φυλακή αλλά όλους τους έγκλεσιτους στη σύγχρονη κοινωνία μας: «Μην προσπαθείς, έτσι κι αλλιώς χαμένοι είμαστε».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΓΗΣ

O γενναίος που δεν είμαι

Του Γιώργου Aράγη

Περιοδικό Πλανόδιον, τχ. 25, Iούνιος 1997

Δημήτρης Παστουρματζής. Ο γενναίος που δεν είμαι. Διηγήματα, Εκδόσεις Eντευκτηρίο, Θεσσαλονίκη, 1996

O γενναίος που δεν είμαι είναι, όσο ξέρω, το πρώτο βιβλίο του Παστουρματζή. Απαρτίζεται από έντεκα διηγήματα τα οποία συγκροτούν έναν μικρό τόμο 57 σελίδων.
΄Ολα τα διηγήματα αναφέρονται στις φυλακές των ποινικών, όπου ο αφηγητής πέρασε αρκετά χρόνια. Είναι διατυπωμένα σε πρώτο γραμματικό πρόσωπο (εκτός από δύο, «Το παζάρεμα» και «Μια μελανιά στο στήθος», που είναι διατυπωμένα σε τρίτο, αλλά που κι αυτά παραπέμπουν στο πρώτο πρόσωπο) και δίνονται από αφηγητή που μετέχει στα διαδραματιζόμενα και συνεπώς είναι ενδοκειμενικός αφηγητής (εκτός από τα δύο τριτοπρόσωπα διηγήματα, όπου είναι εξωκειμενικός). Αναφορικά με τον τρόπο που γίνεται η οργάνωση του υλικού, έχουμε συνδυασμό της θεματικής με τη συνειρμική μέθοδο ― χρονολογική κατάταξη του υλικού με ενδιάμεσες συνειρμικές αναφορές. Πρόκειται δηλαδή για τη μικτή τεχνική την οποία έχει υιοθετήσει η νεότερη διηγηματογραφία μας.
Στον τομέα όμως της τεχνικής του Παστουρματζή υπάρχει κάτι που αξίζει ιδιαίτερη μνεία. Εννοώ την εκμετάλλευση των αντιθέσεων με τη συνδρομή του χρόνου, του τόπου και των προσώπων. Η σύνθεση αντιθετικών δεδομένων αποτελεί παλιά γνωστή αφηγηματική τακτική. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ωστόσο, γίνεται κατά τρόπο που να συνιστά διακριτικό συγγραφικό γνώρισμα. Στοιχείο δηλαδή προσωπικής έμπνευσης. Με ποιόν τρόπο ακριβώς; Το υλικό των διηγημάτων προέρχεται από δύο “κόσμους”: τον εντός της φυλακής και τον εκτός της φυλακής. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να πραγματοποιεί συνθέσεις με στοιχεία, από τις δυό πλευρές, διαφορετικών χρόνων, τόπων και προσώπων. ΄Ετσι το τώρα και το τότε, το εδώ και το εκεί, το εγώ ή αυτός και ο άλλος αποτελούν αντιθετικά στοιχεία με τα οποία υφαίνονται τα κείμενα. Το διήγημα π.χ. που επιγράφεται «΄Ετσι κι αλλιώς, χαμένοι είμαστε...» απαρτίζεται από οχτώ αλληλοδιάδοχα μέρη του τώρα και του τότε (πριν). Αρχίζει με αναφορά στο τώρα της φυλακής (16 σειρές) και συνεχίζεται με την επόμενη αλληλοδιαδοχή: πριν (7 σειρές) ― τώρα (13 σειρές) ― πριν (18 σειρές) ― απώτερο πριν (8 σειρές) ― τώρα (15 σειρές) ― πριν (3 σειρές). Μ’ αυτόν τον τρόπο αρθρώνεται και ολοκληρώνεται ένα διήγημα δυόμιση σελίδων. Το αμέσως επόμενο διήγημα του βιβλίου, που επιγράφεται «Μετέωρο στον χρόνο», παρουσιάζει πιό σύνθετη δομή, με συνδυασμούς του τώρα εδώ, του τώρα εκεί και του τότε εκεί. Ανάλογη είναι και η σύνθεση, που βασίζεται σε αναφορές διαφορετικών προσώπων που συνδέονται με διαφορετικές χρονικές στιγμές και μέρη.

Τα διηγήματα του Ο γενναίος που δεν είμαι εκτείνονται από δυόμιση ως τέσσερις σελίδες το καθένα. Αυτά ωστόσο τα τόσο σύντομα κείμενα αποτελούν ολοκληρωμένες αφηγήσεις. Γεγονός που οφείλεται στην εξαιρετικά οικονομική συγκρότησή τους. Μια συγκρότηση που έχει να κάνει από τη μιά μεριά με την ψηφιδωτή σύνθεση των αντιθέσεων, που προανάφερα, και από την άλλη με τον άμεσο και λιτό λόγο του συγγραφέα. Τόσο στα περιγραφικά μέρη, όσο και στα διαλογικά, ο λόγος των διηγημάτων έχει την αμεσότητα που έχει η προφορική ομιλία των λαίκών ανθρώπων της δράσης. Των ανθρώπων μάλιστα της δράσης με τους οποίους σχετίζεται ο αφηγητής των κειμένων. ΄Εχω εντούτοις την εντύπωση ότι τα γραφτά αυτά δεν είναι προϊόντα αυθόρμητης γραφής, αλλά προϊόντα μιάς κάποιας άσκησης. ΄Ετσι μπορώ να εξηγήσω την οικονομική υφή του λόγου τους, που περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα και ταυτόχρονα διατηρεί την εκφραστική του πληρότητα. Πέρα από την αμεσότητα και την λιτότητα, το γράψιμο του συγγραφέα το χαρακτηρίζει επιπλέον ένας μέσος τόνος. Θέλω να πω ότι δεν κραυγάζει, δεν βγάζει κορώνες, αλλά και δεν χαμηλώνει σεμνότυφα ή υποκριτικά τη φωνή του. Χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι έχουμε μιά ισοπεδωτική χρήση της γλώσσας. Απλώς, υπάρχει ισορροπημένος τόνος. Επιμένοντας πάνω στο θέμα του λόγου, θα ήθελα να σταθώ ακόμα στην ακρίβεια και στην ομοιογένειά του. Λέγοντας ακρίβεια, εννοώ την ισοζυγιασμένη σχέση ανάμεσα στη γραφή και στα δεδομένα που εκάστοτε καλύπτει. Τη δυνατότητα δηλαδή να εκφράζει το κείμενο κατά τρόπο καίριο αυτό στο οποίο αναφέρεται κάθε φορά. Κάτι που στην περίπτωση του Ο γενναίος που δεν είμαι συμβαίνει σε υψηλό βαθμό. Με τη λέξη ομοιογένεια εξάλλου εννοώ την οργανική σχέση του συγγραφέα με το λόγο του. Το να μένει ο συγγραφέας μέσα στα όρια της λεκτικής του επικράτειας, στα πλαίσια της οποίας ασκεί πλήρη έλεγχο στο εκφραστικό του όργανο. Το να χρησιμοποιεί δηλαδή τη γλώσσα στα δικά του μέτρα, σύμφωνα με την ιδιαιτερότητά του. Μιά τέτοια σχέση είναι ευδιάκριτη μέσα στα κείμενα για τα οποία μιλώ. Και ακριβώς επειδή υπάρχει η ανάλογη ομοιογένεια, μπορεί κανείς ενεργώντας σχολαστικά να επισημάνει δυό-τρία μικροπράγματα σε όλο το βιβλίο. Τα σημειώνω για λόγους αρχής. Στη σελίδα 49, στην περίοδο «Η φωνή έμοιαζε να έρχεται από το πουθενά», το «από το πουθενά» χρησιμοποιείται με τη γνωστή δημοσιογραφική αστοχία: ακυριολεξία που συνιστά σημασιολογικό λάθος. Στη σελίδα 50 επίσης, στην περίοδο «Γεμάτος αίματα, πρησμένος, κρατούσε τα μάτια κλεισμένα σφιχτά, σαν να γινόταν να ακυρώσει έτσι όσα του συνέβαιναν», το ρήμα «ακυρώσει» ήχεί κουλτουριάρικα και δεν ευστοχεί νοηματικά. Τέλος στη σελίδα 52, στην περίοδο «Μιά ματιά ήταν αρκετή για να καταλάβω τι παιζόταν και να νιώσω αδρεναλίνη και φόβο να με κατακλύζουν», η χρήση της λέξης «αδρεναλίνη», ακόμα και με μεταφορική σημασία, είναι παρατραβηγμένη. Βέβαια, όπως έχω πει, αυτές οι τρεις λεκτικές παρωνυχίδες είναι δυνατό να εντοπιστούν επειδή ο λόγος του συγγραφέα έχει δικό του ξεχωριστό χαρακτήρα και συνέπεια. Διαφορετικά δεν θα ’χε νόημα να επισημάνει κανείς τέτοιες λεπτομέρειες. Σε πολλά από τα ηχηρά πεζογραφήματα της επικαιρότητας βρίσκεις, χωρίς πολύ κόπο, χονδροειδείς λεξικές και συντακτικές αστοχίες. Εκεί οι λεπτομέρειες χάνουν τη σημασία τους.
Από άλλη άποψη, ο λόγος του Παστουρματζή έχει την αδρότητα εκείνη που χαρακτηρίζει ορισμένη πτυχή της νεοελληνικής πεζογραφίας. Αυτή που αρχίζει με τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, συνεχίζεται με την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του δούκα και αντιπροσωπεύεται στις μέρες μας από το ... Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς του Μίσσιου και το Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου του Δημητρίου. Είναι ένας λόγος δωρικός, χωρίς παραγεμίσματα, που εκφέρεται, και όταν δεν είναι, ως μαρτυρία. ΄Ετσι που να δανείζεται κάτι από τη σωματική αίσθηση της συντελεσμένης πράξης: την αμεσότητα, την αδρότητα και τη δραματικότητά της.

Τα κείμενα του Ο γενναίος που δεν είμαι, παρ’ όλες τις δομικές και γλωσσικές αρετές τους και παρ’ όλη την καυτή θεματογραφία τους, δεν θα ’χαν, πιστεύω, ιδιαίτερη βαρύτητα αν δεν είχαν αξιόλογο υπαρξιακό έρμα.
Τι εννοώ;
Εννοώ ότι σ’ ένα πρώτο επίπεδο εκφράζουν εμπειρίες από τη φυλακή σε αντιπαράθεση με τις εμπειρίες της ελεύθερης ζωής. Το κοινωνιολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει το επίπεδο αυτό των κειμένων είναι ασφαλώς μεγάλο. Γιατί αποκαλύπτει τους σκληρούς έως απεχθείς κανόνες του παιχνιδιού από τους οποίους διέπεται η απόβλητη κοινωνία των φυλακισμένων. Από καθαρά λογοτεχνική πλευρά ωστόσο, αυτό το θέμα έχει την ίδια σημασία που έχει, ας πούμε, ένα ταξίδι με το λεωφορείο ή το να ξαπλώσει και να κοιμηθεί κανείς κάτω από μιά βελανιδιά. Θέλω να πω ότι τα διηγήματα του Παστουρματζή δεν τα σώζει το θέμα τους ― αν αξίζουν κάτι ως λογοτεχνικά κείμενα δεν είναι επειδή αναφέρονται σε φυλακισμένους. Ό,τι τα σώζει από τη συγκεκριμένη άποψη είναι η βαθύτερη σχέση του συγγραφέα με το αντικείμενό του. Μιά σχέση που μας πάει, πέρα από τα εμπειρικά δεδομένα, στα βαθιά νερά της ύπαρξης ή του βιωματικού γίγνεσθαι. Εκεί που δοκιμάζει κανείς και αναγνωρίζει τα όριά του. Μέσα από τα δοσμένα γραφτά αναδύεται μιά προσωπικότητα που ενεργεί απροσχημάτιστα και χωρίς πολιτική απέναντι στον αναγνώστη και στον εαυτό της. Αναλυτικότερα:
Χωρίς πολιτική απέναντι στον αναγνώστη σημαίνει πως ό,τι κάνει το κάνει δίχως να σκέφτεται και να υπολογίζει τον αναγνώστη με σκοπό να ρυθμίζει ανάλογα τη συμπεριφορά της. Μ’ άλλα λόγια, δεν κοιτάζει να κολακέψει τον αναγνώστη ή να τον εντυπωσιάσει με τα βάσανά της ή να τον συγκινήσει με τον πόνο της. Σε τελευταία ανάλυση, δεν του παρασταίνει τίποτα που δεν είναι. Γι’ αυτό και τα κείμενα πείθουν για την ειλικρίνειά τους. Την ίδια απροσχημάτιστη στάση κρατάει και απέναντι στο λόγο ― στάση από την οποία κολάζονται αρκετές ωμές εκφράσεις που έτσι δεν ενοχλούν ως εξεζητημένες ή άσκοπα προκλητικές.
Χωρίς πολιτική απέναντι στον εαυτό της, η προσωπικότητα που προανάφερα, σημαίνει πολλά πράγματα. Κυρίως όμως ότι ενεργεί χωρίς να χαρίζεται στον εαυτό της. Με την έννοια ότι ο άνθρωπος από τον οποίο αποκτούν ψυχή τα κείμενα και στον οποίο παραπέμπουν δέχεται τα γεγονότα ανοιχτός και διαθέσιμος στις συνέπειές τους. Χωρίς να λιποτακτεί ή να κρατάει πισινή ή να υποβιβάζει τη σημασία τους. Είναι φανερή μέσα στις αφηγήσεις η ερωτοτροπία του με τις δύσκολες καταστάσεις. Δύσκολες όχι μόνο καθεαυτές, αλλά προπάντων ως δοκιμαστήριο των ορίων του. Των ορίων του θάρρους, της καρτερικότητας, της εντιμότητας, της στέρησης, της ταπείνωσης κ.λ.π. Αυτή η ερωτοτροπία με τα δύσκολα, ως εσωτερική δοκιμασία, χαρίζει στα κείμενα μερικές από τις κορυφαίες τους στιγμές. Είναι οι στιγμές που ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τον αφηγητή του να ζει, μ’ όλο το είναι του συσπειρωμένο και με μεγάλη ένταση, καθημερινά, αλλ’ όχι γι’ αυτό ασήμαντα, συμβάντα της φυλακής. Και πρέπει να ειπωθεί πως τα κείμενα αυτά, εκτός από τις κορυφώσεις τους, διατηρούν υψηλό βαθμό έντασης πάντα, από την αρχή μέχρι το τέλος τους. Αξίζει να σημειωθεί σχετικά η οξυμένη παρατηρητικότητα του αφηγητή πάνω στα πρόσωπα των συναδέλφων του. ΄Οπου καθρεφτίζεται κάποτε η απόφαση μιάς ενέργειας που τον αφορά ή τα σημάδια μιάς σωματικής και ψυχικής τυραννίας.
Κάνοντας μια σχηματική διάκριση θα έλεγα πως τα διηγήματα του Ο γενναίος που δεν είμαι αναφέρονται σε δύο βασικές καταστάσεις. Της μοναξιάς και της βίας ή της απανθρωπιάς. Από τα έντεκα της συλλογής, δύο («Μετέωρο στον χρόνο» και «Μιά μελανιά στο στήθος») αφορούν τη μοναξιά. Εφτά («Διάπλασις σώματος», «Ο κανόνας», «΄Ετσι κι αλλιώς, χαμένοι είμαστε...», «Το καθρέφτισμα», «Η παρεξήγηση», «10 / Χαριλάου - Νέος σιδηροδρομικός σταθμός», «Ο γενναίος που δεν είμαι» αφορούν την σκληρότητα που επικρατεί στις φυλακές. Και δύο («Το πιό βαθύ πηγάδι», και «Το παζάρεμα») έχουν να κάνουν και με τις δυό βασικές καταστάσεις.
Η μοναξιά είναι ουσιαστικά παράγωγο της στέρησης. Υπάρχει πάντα στο ευρύτερο πλαίσιο η στέρηση της ελευθερίας. Μέσα όμως στο στενότερο της κάθε αφήγησης γίνεται συγκεκριμένη πιό πολύ ως απουσία αγαπημένων προσώπων. Σε συνάρτηση και με την ψυχική διάθεση του αφηγητή και με τις συνθήκες που επικρατούν στο άμεσο περιβάλλον του. ΄Ετσι οργανώνεται ψηφίδα την ψηφίδα μιά κλίμακα θυμικής έντασης που ανεβαίνει προς την έξοδο του τέλους. Στο διήγημα π.χ. «Μετέωρο στον χρόνο» έχουμε το ακόλουθο σκηνικό: Είναι νύχτα της Ανάστασης μέσα στο θάλαμο της φυλακής. Ο αφηγητής προσπαθεί να κοιμηθεί, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να καπνίζει το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο. Ταυτόχρονα ο νους του τρέχει μακριά στους δικούς του. «Τώρα θα ήταν ντυμένοι» σκέφτεται «και σχεδόν έτοιμοι να ξεκινήσουν...» Μέσα στο θάλαμο επικρατεί σχετική ησυχία. Σημειώνει ό,τι πέφτει στην αντίληψή του από τους συγκρατούμενούς του και ο νους του πάλι τρέχει. «Η ώρα πλησίαζε. Θα είχαν βγει ήδη στον δρόμο. ΄Ίσως να ’τανε κιόλας στο προαύλιο, συγκεντρωμένοι σε ομάδες και παρέες, με την οικειότητα που μόνο κάτι τέτοιες στιγμές δημιουργείται, διάχυτη στον αέρα, ανάμεσα σε μέχρι πριν από λίγους άγνωστους-γνωστούς, συμπολίτες και γειτόνους...» Στο τέλος ξυπνάει ο διπλανός του και αλληλοεύχονται «Καλή Ανάσταση». Και πάλι ο νους του κοντά στους δικούς του: «Τώρα θα έχουν πάρει το δρόμο της επιστροφής, αδημονώντας για τη μαγειρίτσα και το αναστάσιμο τραπέζι...» Μέχρι τις καταληκτικές σειρές της εξόδου. «΄Εμεινα με το βλέμμα καρφωμένο στο σκοτάδι, τραβώντας το σκέπασμα μέχρι το λαιμό. Δεν είχε άλλο τσιγάρο γι’ απόψε. Ξημέρωνε μιά δύσκολη μέρα που θα κυλούσε αργά, πολύ αργά.» Μίλησα προηγουμένως για κλίμακα θυμικής έντασης. Είναι σημαντικό ότι ο συγγραφέας δεν παρουσιάζει ναρκισσευόμενες, αισθηματολογικές πτώσεις. Παραμένει, όπως θα δούμε και παρακάτω, κατεξοχήν στο επίπεδο των διαπιστώσεων. Ακόμα και όταν ο αφηγητής, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, ενδοσκοπεί τη μοναξιά του.
Η σκληρότητα που εκδηλώνεται στις φυλακές οφείλεται γενικότερα βέβαια στο σύστημα, στις κοινωνικές αντιλήψεις κ.λ.π. Ειδικότερα όμως στον τρόπο που συμπεριφέρονται οι φύλακες στους φυλακισμένους και οι φυλακισμένοι μεταξύ τους. Ο συγγραφέας περιορίζεται σε μερικά χαρακτηριστικά περιστατικά, ιδωμένα κάθε φορά από τη μεριά ενός ατόμου που ανήκει στους φυλακισμένους. Τα κείμενα μπαίνουν διακριτικά ή απότομα στο θέμα τους. Πάντα όμως η δραματική κορύφωση δίνεται σταδιακά με αναδρομές στο παρελθόν και επαναφορές στο παρόν. Μέχρι το συνεπές και εξίσου δραματικό τέλος. Ο,τι έχει σημασία να ειπωθεί εδώ είναι πως τα περιστατικά δίνονται χωρίς συναισθηματισμούς, αλλά μ’ έναν τρόπο αυτοψίας. Τα συναισθήματα του προσώπου από τη μεριά του οποίου παρακολουθούμε τα διαδραματιζόμενα, σχεδόν παραμερίζονται για να μείνει ο λόγος στις διαπιστώσεις. Κατά τον ίδιο τρόπο ο συγγραφέας αποφεύγει τα σχόλια, προτιμώντας να παρουσιάζει όσο γίνεται γυμνά τα γεγονότα, χωρίς ηθικές ή άλλες αναστολές. Μολοταύτα αυτή η αφήγηση δεν αφήνει αδρανή τα συναισθήματα του αναγνώστη. Και τούτο γιατί ή έλλειψη αλληλεγγύης, κατανόησης και ανθρωπιάς που εκφράζουν τα γεγονότα, διεγείρει αυτά ακριβώς τα συναισθήματα στον αναγνώστη. Στο διήγημα «Το παζάρεμα» ― ένα από τα πιό «μαλακά» της κατηγορίας― ο φυλακισμένος από τη μεριά του οποίου δίνεται το περιστατικό, ανατρέχει στα παιδικά του χρόνια. Είναι νύχτα προχωρημένη και στο θάλαμο κοιμούνται. Θυμάται που μικρός ανέβαινε τα βράδια στην ταράτσα του σπιτιού του και ονειροπολούσε κοιτάζοντας τ’ αστέρια. Εκεί τον έπαιρνε ο ύπνος ώσπου να τον ξυπνήσουν οι φωνές της μάνας του. ΄Ομως τώρα τον συνεφέρνει στο παρόν μιά φωνή από άλλο θάλαμο. «―Φύλακας!...» Η φωνή αυτή θα επαναληφτεί κατά διαστήματα άλλες δυό τρεις φορές πιό έντονα και απεγνωσμένα, ενώ τα εμβόλιμα αφηγηματικά μέρη θα κινηθούν μεταξύ του θαλάμου και του προαύλιου των φυλακών, του πραγματικού και του νοερού. ΄Οταν τελικά έρχεται ο αρχιφύλακας ακούγεται ο φυλακισμένος που φώναζε να ζητάει επιπλέον χάπια (προφανώς ηρεμιστικά ως υποκατάστατα ναρκωτικών). Ο αρχιφύλακας αρνείται κι ο κρατούμενος απειλεί να κόψει τις φλέβες του. Λίγο αργότερα φωνές πανικού. Ο κρατούμενος έχει κόψει τις φλέβες του. Το κείμενο κλείνει με την απαντοχή του φυλακισμένου, από τη μεριά του οποίου δίνεται το περιστατικό, να πραγματοποιήσει το περιεχόμενο των ρεμβασμών του, όταν απολυθεί, μετά από δέκα χρόνια.
Το βιβλιαράκι του Παστουρματζή, αν δεν περάσει απαρατήρητο, θα περάσει σίγουρα στα ψιλά της αγοράς. Γιατί μεταξύ άλλων, δεν είναι γραμμένο με τη συνταγή της συρμού που θέλει πορνό, “σύγχρονα” ήθη, αθυροστομίες, παραδοξότητες, εξυπναδίστικο πνεύμα κ.λ.π. Εντούτοις, στην πλάστιγγα των αξιών βαραίνει πολύ περισσότερο από τα κατά πολύ ογκωδέστερα βιβλία πολλών γραφομανών που λυμαίνονται τη δημοσιότητα.

Οκτώβρης 1996

ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ

Γραφή του εγκλεισμού

του Μισέλ Φάις

εφημ. Tύπος της Kυριακής, 18 Φεβρουαρίου 1996

Τον Δημήτρη Παστουρματζή τον ακούσαμε για πρώτη φορά στο περιοδικό Εντευκτήριο. Φυλλομετρώντας το θεσσαλονικιώτικο περιοδικό, βλέπουμε στο πρώτο κιόλας τεύχος (Οκτώβριος 1987) κείμενό του στο αφιέρωμα «Σελίδες για τη φυλακή». ΄Εκτοτε διηγήματά του φιλοξενούσε κατά καιρούς ο Γιώργος Κορδομενίδης στο καλό περιοδικό του.

Λίγο πριν από τις γιορτές κυκλοφόρησε από τις Eκδόσεις Εντευκτηρίου μια συλλογή διηγημάτων του Δ. Παστουρματζή, με τίτλο Ο γενναίος που δεν είμαι. Πρόκειται για 11, συνολικά, μικρά κείμενα, όπου το μεγαλύτερο δεν υπερβαίνει τις έξι σελίδες.

Διαβάζουμε το λιτό βιογραφικό: «Ο Δημήτρης Η. Παστουρματζής γεννήθηκε το 1964 στις Σέρρες. ΄Εκανε φυλακή. Ζει και εργάζεται στις Σέρρες». Το ανθρωπολογικό και το αφηγηματικό φόντο όλων των διηγημάτων είναι ο χώρος της φυλακής. Και αυτό, όπως καταλαβαίνει κάποιος, δεν αποτελεί μυθοπλαστική επιλογή αλλά επιβεβλημένη βιοτική συνθήκη.

Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, ο νεαρός διηγηματογράφος πρέπει ευθύς εξαρχής να διαφοροποιηθεί από τις συγκινητικές αλλά εν πολλοίς πρόχειρες γραπτές επιδόσεις των φυλακισμένων: είτε αυτές έχουν στενά αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, είτε στρέφονται γύρω από κάποιο μύθο. Θέλω να πω, με άλλα λόγια, ότι ο δαίμονας του Παστουρματζή θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν η θάλασσα, η νοσηρή οικογενειακή του κατάσταση ή η ξενιτιά.

Καθώς η αξία αυτού του βιβλίου δεν κρίνεται στη θεματική του αλλά από την αξιοποίηση του βιωματικού υλικού. Θα επισημάνω ένα μόνο σημείο πεζογραφικού ήθους,το οποίο είναι αξιοπρόσεκτο για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα.

Ο αφηγητής αν και σε όλες τις ιστορίες ταυτίζεται με τον συγγραφέα, εντούτοις κρατάει μια απόσταση από τα δρώμενα. Αυτό το φίλτρο που βάζει ο Παστουρματζής ανάμεσα στις λέξεις και στα πράγματα (και μάλιστα πράγματα που τον καίνε τόσο βαθιά) μαρτυρεί ένστικτο και ωριμότητα. Η θερμοκρασία της φωνής του ομιλεί συγκρατημένη, αντιδραματική και ελλειπτική· «δείχνει» περισσότερα απ’ όσα «λέει» (που θα μας έλεγε και ο Χένρι Τζέιμς).

Πρόκειται, σχηματικά, για μια χαμηλότονη αφηγηματική γραμμή που κινείται στους αντίποδες του Ζαν Ζενέ. Αφού ακόμα και ο αντιηρωικός τόνος του Παστουρματζή έχει έναν χαρακτήρα ταπεινότητας και συντριβής, εκεί όπου ο Γάλλος συγγραφέας βλέπει γκροτέσκο και μεγαλείο.

Σε γενικές γραμμές, ο αφηγητής μετεωρίζεται ανάμεσα σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν και σε ένα βάναυσο παρόν. Για το μέλλον οι κουβέντες διχάζονται: άλλοτε πικρίζουν υπό το βάρος της αβάσταχτης αναμονής και άλλοτε κρύβουν ένα ανυπότακτο πείσμα ζωής, το οποίο μερικές φορές αποπνέει άρωμα γήινης μεταφυσικής. Και εξαιτίας αυτών των γνωρισμάτων, ο εγκλεισμός ανοίγεται σε πλατύτερα πεδία. Από σωφρονιστικός γίνεται υπαρξιακός, από ατομική περίπτωση ευρύτερο βίωμα.

Το Ο γενναίος που δεν είμαι θα συνιστούσα να το διαβάσουν όλοι οι αρμόδιοι του σωφρονιστικού συστήματος (θεσμικοί και μη): από τον υπουργό Δικαιοσύνης, τους ποινικολόγους έως τους δημοσιογράφους. ΄Ολοι αυτοί δηλαδή που είτε κλείνουν τα μάτια είτε, ένα και το αυτό, κάνουν θέαμα όψεις του δικού μας εντέλει εαυτού.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

Ζοφερός μικρόκοσμος

του Δημήτρη Δασκαλόπουλου

Δημήτρης Η. Παστουρματζής. «Ο γενναίος που δεν είμαι». Διηγήματα. Εκδόσεις Εντευκτηρίου. Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 56.

Οι φυλακές και οι φυλακισμένοι είναι ένα πρόβλημα που επανέρχεται κάθε τόσο στην επικαιρότητα ― άλλοτε με τις στάσεις των κρατουμένων, άλλοτε με τις καταγγελίες για διακίνηση ναρκωτικών και για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στους χώρους όπου υποτίθεται ότι εφαρμόζεται σωφρονιστική πολιτική. ΄Ενα βιβλίο πρώην τροφίμου των φυλακών πιθανότατα θα συγκινούσε τους ευαίσθητους πολίτες αυτής της χώρας ή τους κοινωνιολόγους και τους θεωρητικούς του δικαίου και της ποινής, δεν θα προκαλούσε όμως το άμεσο ενδιαφέρον όσων ασχολούνται με ζητήματα λογοτεχνίας.

Η φωνή του μέχρι πρότινος άγνωστου στον χώρο της λογοτεχνίας Δημήτρη Η. Παστουρματζή. όπως αρθρώνεται στο πρόσφατο, πρώτο βιβλίο του Ο γενναίος που δεν είμαι, επιβάλλει να προσέξουμε την περίπτωσή του, επειδή διαθέτει σπάνιες αφηγηματικές αρετές. Στα έντεκα σύντομα διηγήματα που απαρτίζουν το βιβλίο, ο Πασουρματζής δεν κάνει κήρυγμα, ούτε διαλογίζεται πάνω στις τραγικές συνθήκες που επικρατούν στις ελληνικές φυλακές.

Επιπλέον, δεν εκμεταλλεύεται την προσωπική του εμπειρία από τον εγκλεισμό στη φυλακή, για να επισύρει την συμπάθεια ή την ευμένεια του αναγνώστη.

Ο μικρόκοσμος της φυλακής περιγράφεται εδώ ως μιά δεδομένη κοινωνία ανθρώπων, χωρίς να αναζητούνται οι αιτίες και οι αφορμές που οδήγησαν καθέναν από τους κρατούμενους στον εγκλεισμό. Ο συγγραφέας επιμένει σε συγκεκριμένες συμπεριφορές των φυλακισμένων με τους οποίους συναγελάστηκε, κάτω από τους άγραφους κανόνες και τις συνήθειες της αναγκαστικά κοινής ζωής τους. Χωρίς ίχνος αγιοποίησης ή επιδεικτικής αυταρέσκειας, μας μεταφέρει στιγμιότυπα που δικαιώνονται και καταξιώνονται ως λογοτεχνική γραφή.

Η εκπληκτική οικονομία λόγου ισορροπεί με την αφηγηματική πληρότητα, αλλά και με την υπαινικτική γραφή (ιδίως στις καταληκτικές φράσεις κάθε διηγήματος), όταν το απαιτούν οι αφηγηματικές ανάγκες.

Ο Παστουρματζής, παραμένοντας στο περιθώριο των όσων διηγείται, έχει κατορθώσει να συλλάβει και, με την ίδια ευαίσθητη οπτική, να αποδώσει το κλίμα και τα τραγικά ανθρώπινα γεγονότα που συντελούνται στις φυλακές. Η ώριμη γραφή του έχει το χάρισμα να διατηρεί τη φρεσκάδα και την αμεσότητα της σχεδόν φωτογραφικής αποτύπωσης συγκεκριμένων στιγμών. Παράλληλα, ξέρει και μπορεί να απομονώνει τη φορτισμένη ατμόσφαιρα μιας δεδομένης ώρας στη συμβίωση των κρατουμένων.

Ακόμη και σε ορισμένα διηγήματα που κινδυνεύουν από συναισθηματική υπερχείλιση, ο Παστουρματζής ελέγχει απολύτως τη γραφή του και δεν παρασύρεται σε υπερβολές. Παράδειγμα, τα διηγήματα που επιγράφονται «Μετέωρο στον χρόνο» και «10/ Χαριλάου - Νέος σιδηροδρομικός σταθμός».

Δεν γνωρίζω αν ο Παστουρματζής θα εξακολουθήσει να γράφει, τώρα που απολαμβάνει τη χαρά του ελεύθερου βίου. Το γεγονός είναι ότι μας πρόσφερε με το βιβλίο Ο γενναίος που δεν είμαι ένα υπόδειγμα λιτότητας και εκφραστικής οικονομίας, από το οποίο αρκετά θα είχαν να διδαχτούν οι πάμπολλοι, σχεδόν υπεράριθμοι, σημερινοί πεζογράφοι μας.

Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ

Συγγραφείς και κείμενα

του Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗ

εφημ. Tο Bήμα της Kυριακής, 3 Aπριλίου 1994



Μιά κρίσιμη, υποθέτω, πολιτική και πολιτιστική ερώτηση: Ενδιαφέρουν περισσότερο τα υποκείμενα ή τα αντικείμενα; τα πρόσωπα ή τα έργα; Στην πρώτη περίπτωση η κρίση μας προκαταλαμβάνεται από τη θετική ή την αρνητική μας απόφαση για το ένα ή το άλλο πρόσωπο: ό,τι κάνει ο α είναι καλό, ο β κακό, ο γ μέτριο ή ουδέτερο. Στη δεύτερη περίπτωση η προσοχή μας συγκεντρώνεται, όπως λέει και ο Ηρόδοτος, στα γενόμενα και στα έργα, ασχέτως αν ανήκουν στους «΄Ελληνες» ή στους «βαρβάρους».
Το προηγούμενο δίλημμα επηρεάζει αποφασιστικώς την πολιτική μας ζωή. Για τους προσωποκεντρικούς τα έργα, καθεαυτά, ή δεν τίθενται καθόλου υπό κρίση ή κρίνονται συλλήβδην ως γενική επικύρωση η απόρριψη του πράττοντος. Οι εργότιμοι αντιθέτως επιμένουν να διακρίνουν και να διαβαθμίζουν πολιτικές πράξεις και πολιτικά πράγματα εξ αντικειμένου και εξ αποτελέσματος, αδιάφορο σε ποιόν ανήκουν. Χοντρικώς μετρημένες οι δύο αυτές κατηγορίες ορίζουν τον κανόνα και την εξαίρεση: η προσήλωση στα πρόσωπα θεωρείται πολιτικός ρεαλισμός· η προσοχή στα πράγματα διανοουμενίστικη ιδιορρυθμία.
Το ανισόρροπο αυτό δίλημμα ρυθμίζει λίγο πολύ και την πολιτιστική μας πρακτική και κρίση. Αναζητούμε και εφευρίσκουμε επιφανείς επιστήμονες, καλλιτέχνες, λογοτέχνες· λιγότερο ενδιαφέρουν τα συγκεκριμένα έργα της επιστήμης, της τέχνης,της λογοτεχνίας· δεν φαίνεται να μας περνά καν από το νου ότι ενδέχεται σε ένα διάσημο όνομα να αντιστοιχούν κάποτε και ασήμαντα ή μέτρια πεπραγμένα· σε ένα άσημο σημαντικά ή και πολύ αξιόλογα.
Για να μείνω στην οικειότερη περιοχή της λογοτεχνίας θυμίζω ότι: αν αφαιρεθεί λ.χ. ή εκπέσει από ένα ποίημα ή ένα αφήγημα το όνομα του συγγραφέα, η κριτική μας αμηχανία είναι δεδομένη· αντιθέτως θεωρούμε εξαρχής κάθε κείμενο του Καβάφη ή του Σεφέρη άκρως σημαντικό· τα λεγόμενα πρωτόλεια αντιμετωπίζονται κατά κανόνα με κριτική επιφύλαξη, ασχετως της πραγματικής τους αξίας· ή με την έπαρση του λαγωνικού, που μυρίστηκε κάποιον εκκολαπτόμενο συγγραφέα.
H διαστροφική αυτή προκατάληψη ισχύει ακόμη και για τα λογοτεχνικά περιοδικά, τα οποία θα έπρεπε εξ ορισμού να διαφέρουν σε τούτο το κρίσιμο σημείο από τα αυτοτελή βιβλία, που επισκιάζονται από το όνομα του συγγραφέα: αντί, δηλαδή, τουλάχιστον αυτά, να προβάλλουν κείμενα, υπολογίζουν κυρίως στα συγγραφικά ονόματα. Οι εξαιρέσεις και εδώ είναι ελάχιστες και μάλλον μερικές. Θα επιμείνω σε ένα παράδειγμα.
Εδώ και κάμποσα χρόνια κυκλοφορεί το εκ Θεσσαλονίκης Εντευκτήριο ― έφτασε ήδη στο 25ο τεύχος του. Η πυκνή συνεργασία μου τελευταία με το περιοδικό ελπίζω να μη θολώνει την κρίση μου: πρόκειται όντως για καλό περιοδικό, μπορεί και το καλύτερο του είδους του. ΄Αλλο όμως ξεκίνησα να πω: όσο προχωρεί τον δύσκολο δρόμο του το Εντευκτήριο, τόσο και καθαρότερα χαράσσει τη γραμμή του ― συντάσσει αξιόλογα κείμενα, όχι γνωστά ονόματα.
Απόδειξη, το τελευταίο τεύχος που επιφυλάσσει σε τούτο το κεφάλαιο περισσότερες από μία εκπλήξεις. Σταματώ επίτηδες σε δύο συνοπτικά αφηγήματα (οι τίτλοι τους: «Κανόνας», «Διάπλασις σώματος»· η σφραγίδα τους Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας), που επιγράφονται από ένα παντελώς άγνωστο και αντιλογοτεχνικό όνομα: Δημήτρης Η. Παστουρματζής.
Με τα συμβατικά μας μέτρα θα έπρεπε να τα χαρακτηρίσουμε πρωτόλεια· στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με δύο κείμενα εκπληκτικής αφηγηματικής οικονομίας και αποσταγμένης βιογλωσσικής εμπειρίας που δεν παίζει με τον πόνο της. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι επώνυμοι πεζογράφοι και κριτικοί μάλλον τα προσπέρασαν· άλλως θα είχαν πολλά να διδαχτούν και να διδάξουν ως προς τη διάκριση έργων και προσώπων, ονομάτων και πραγμάτων, στον χώρο της λογοτεχνίας μας. Σταματώ όμως γιατί κινδυνεύω να παίξω, άθελά μου, τον ρόλο λαγωνικού, ενώ η πραγματική μου πρόθεση είναι να υπογραμμίσω την αξία δύο κειμένων. Τα άλλα είναι υπόθεση χρόνου και τύχης.

Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ

Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ
Εκδόσεις ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟΥ
Δ. Η. Παστουρματζής
Δύο κείμενα:

διάπλασις σώματος


- Έσκουζε σαν γουρούνι, σου λέω! Νευρίασα κι εγώ και πήγα να τον κάνω να το βουλώσει...
Σταμάτησε κοιτάζοντάς με με νόημα, περιμένοντας την αυτονόητη γι' αυτόν συγκατάθεσή μου. Κούνησα το κεφάλι μου σιωπηλά. Καταλάβαινα πια σχεδόν από ένστικτο τι έπρεπε να δείχνω στους άλλους, ανεξάρτητα από τη δική μου διάθεση, και σίγουρα δεν ήταν η καλύτερη στιγμή για να διαφωνήσει κανείς μαζί του.
΄Εξάλλου, αν υποψιαζόταν έστω το πως αισθανόμουν, θα δίσταζε ίσως να συνεχίσει* και εγώ καιγόμουν να ακούσω. ΄Έχοντας ζήσει σχεδόν εννέα χρόνια έγκλειστος, είχα
μία πλήρη εικόνα για την πραγματικότητα της φυλακής, ώστε ακόμη και τώρα, που έβγαζα τον τελευταίο χρόνο της ποινής μου σε αγροτική φυλακή, να μη χρειάζομαι
πληροφορίες από δεύτερο χέρι. Είχα όμως μπλεχτεί σε μια συζήτηση που, ενώ με δυσαρεστούσε, σχεδόν ψυχαναγκαστικά την έσπρωχνα στα όριά της.
- Σαν γουρούνι στη σφαγή, φίλε μου. ΄Έλα, δώσ' τα μου.
Του τα 'δωσα.
- Ένα..., δύο...
Περίμενα να τελειώσει την άσκηση, χωρίς να μπορώ να ξεκολλήσω το μυαλό μου από την εικόνα της "σφαγής".
Μετρούσε επαναλήψεις, ανεβοκατεβάζοντας τη μεταλλική μπάρα με τα βάρη στο στήθος του, ξαπλωμένος σ' έναν μικρό πάγκο στο αυτοσχέδιο γυμναστήριο της φυλακής. Εδώ, όλα αυτοσχέδια και υποτυπώδη* συνθήκες διαβίωσης, δικαιώματα - η πτώση από το ανθρώπινο αξίωμα στο άμορφο γεγονός της ύπαρξης.
Περίεργα παιχνίδια που παίζει το μυαλό. Σφαγή... ένταση... αγωνία για το αναπόφευκτο που πλησιάζει... επιθανάτιος ρόγχος. Ανατρίχιασα.
-... έντεκα, δώδεκα! Παρ' τα.
Πήρα από τα χέρια του την μπάρα και την ακούμπησα κάτω. Εγώ μόλις είχα τελειώσει τις ασκήσεις μου και έμεινα να τον βοηθήσω. Τον γνώριζα από τον πρώτο
ακόμη καιρό της φυλάκισής μου κι από τότε τον συναντούσα σχεδόν σε κάθε φυλακή που με πήγαιναν* χωρίς να τον νιώθω ακριβώς φίλο, τουλάχιστον δεν τον λογάριαζα για εχθρό.
Σηκώθηκε λαχανιασμένος* ο ιδρώτας κυλούσε στους φουσκωμένους από την προσπάθεια μυώνες του. Το σώμα του ανέδιδε ένταση και δύναμη, χρωματίζοντας το ήδη φορτωμένο τοπίο του μυαλού μου με αποχρώσεις μιας πρωτόγονα αισθησιακής βίας.
-Θα τον έκανα εγώ να σκάσει, ήθελε δεν ήθελε. Δεν θα χαλνούσε αυτός τον ύπνο μου. Σκούζουν, μουγκρίζουν... Ούτε να γαμηθούν με αξιοπρέπεια δεν μπορούν. Ήθελε το μάθημά του...
Φροντιστήρια βίας, σκέφτηκα* ήξερα ότι μιλούσε σοβαρά. "Κάντε ό,τι σας έχουν κάνει, για να μη σας το ξανακάνουν"* και το Επταπύργιο ήταν ιδανικός τόπος
για τέτοιου είδους μαθήματα.
Του είπα τη σκέψη μου και με κοίταξε στραβά,
καταλαβαίνοντας τον υπαινιγμό μου. Ύστερα από τόσα χρόνια στα σκοτεινά "εργαστήρια", τέτοιες απόψεις ακούγονταν ηθικοπλαστικές από όποιο στόμα κι αν
έβγαιναν.
Τι μου λες τώρα; συνέχισε. Με παρακαλούσε να τον γαμήσω και εγώ, αλλά τον σιχαινόμουν γιατί ήταν βρομιάρης. Τον είχαν ξαπλώσει και μες στα σκατόνερα!...,
μόρφασε αηδιασμένος.
- Ενώ αν ήταν καθαρός; ειρωνεύτηκα.
Με ξανακοίταξε στραβά. Είχα την εντύπωση ότι προκαλούσα την τύχη μου μεκάτι τέτοιες εξυπνάδες, αλλά δεν κρατήθηκα.
- Δεν με παρατάς κι εσύ, εδώ τρεις του τον έχωναν, θα τον πείραζε κι ένας τέταρτος;
- Τότε γιατί φώναζε;
Η ερώτησή μου έμοιαζε εντελώς ηλίθια. Είχα τύχει θεατής σε πολλές παρόμοιες σκηνές και γνώριζα πολύ καλά τι ακριβώς συμβαίνει, όμως κάτι με έσπρωχνε να τραβήξω αυτή την ιστορία μέχρι τέλους.
- Δεν φώναζε - μούγκριζε, είπε κοροϊδευτικά, περισσότερο προς εμένα. Η φωνή μου πρέπει να ακούστηκε σαν να ερχόταν από άλλον κόσμο, όταν ρώτησα:
- Γιατί, του είχαν κλείσει το στόμα;
- Ναι, με τον πούτσο τους...
Δεν ξέρω αν αρρώστησα εκείνη την στιγμή ή αν ήμουν ήδη άρρωστος που καθόμουν και τον άκουγα να γελάει, επειδή βρήκε πνευματώδη την απάντησή του.
΄Ενιωθα ναυτία και μια ακατάσχετη επιθυμία να τον χτυπήσω, όμως απέφυγα ακόμη και να τον κοιτάξω, γιατί φοβόμουν μην προδοθώ. Στην οθόνη του μυαλού μου η
σκηνή παιζόταν με αμείλικτο ρεαλισμό. Η πράξη με άλλα πρόσωπα, ή πράξη χωρίς πρόσωπα. ΄Όλοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ήμασταν αποδέκτες της βίας.
-Τον μαστούριασαν και τον γάμησαν, τα 'θελε ο κώλος του. ΄Ε, λίγη βία έκανε τα πράγματα ευκολότερα για όλους.
΄Αλλοθι, σκέφτηκα και σήκωσα να του δώσω τα βάρη, προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο.
Τον άλλο τον θυμόμουν πολύ καλά. Ωραίο παιδί, κι όλη η συζήτηση φυσικά από αυτό ξεκίνησε* μιλούσαμε για όμορφα, γυμνασμένα κορμιά και ανέφερα το δικό
του. Κορμί χορευτή. Γύρω στο 1.80, με μακριά, σχεδόν κόκκινα μαλλιά, και παρουσιαστικό γεμάτο χάρη. Δεν μιλούσε πολύ αλλά είχε ευγενική ομιλία και τρόπους.
Από οικογένεια στρατιωτικών, είχα ακούσει, που όταν έπεσε στην ηρωίνη, τον εγκατέλειψαν. Δεν ερχόταν κανείς να τον δει εκτός από μιά κοπέλα - αρραβωνιαστικιά του ή κάτι τέτοιο. Μόνο τα μάτια του είχαν κάτι το αλλόκοτο* σαν να ' βλεπαν προς τα μέσα ή προς κάτι άλλο, εκτός από αυτό που είχε μπροστά του - αν
είχε κάτι - βυθισμένα σε μιά ήρεμη απελπισία.
Δεν είχαμε πολλά πάρε - δώσε, όπως δεν είχα με κανέναν. ΄Ίσως να επιχειρούσα να τον πλησιάσω περισσότερο αν δεν ήταν τοξικομανής. Αλλά ήταν, κι
αυτό απέκλειε κάθε κοινό πεδίο συνάντησης. Ωστόσο, κάτι πάνω του με τραβούσε.
Αισθάνομαι άσχημα που δεν προσπάθησα μαζί του, αλλά φοβόμουν κι εγώ, ίσως περισσότερο από αυτόν. Πέρυσι έμαθα πως μόλις βγήκε, αυτοκτόνησε.
- έντεκα... δώδεκα... ΄Ελα, παρ'τα.
Κοίταξα γύρω μου, σάμπως σε όνειρο, τα σπασμένα παράθυρα, την ετοιμόρροπη στέγη, τους πεσμένους σοβάδες* στο παλιό, μισογκρεμισμένο κουζινάκι
στην άκρη της φυλακής, χτίζαμε το σώμα μας, τον νέο μας εαυτό.
-...Παρ'τα, παρ'τα.
Φώναζε από την υπερένταση της προσπάθειας.
΄Εκανα να πιάσω την μπάρα με τα βάρη από τα χέρια του που τρέμανε, προσπαθώντας να συνέλθω. Μοιάζει με τιμωρία, συλλογίστηκα, να ζω τη βία σαν μιά διαρκή αναπαράσταση. Τα δάχτυλά μου χαλάρωσαν γύρω από την μπάρα, που έπεσε στο δεξί του μπράτσο, τσακίζοντάς το.
Ο ήχος του κόκαλου που σπάζει ακούστηκε ταυτόχρονα με την κραυγή του.
Τότε σκέφτηκα πώς έσκουζε σαν γουρούνι, σαν γουρούνι στη σφαγή.




ο γενναίος που δεν είμαι

στον αδελφό μου


΄Ηταν ένα ακόμη από εκείνα τα υγρά, καυτά μεσημέρια του Αυγούστου, με τη ζέστη να κολλάει επάνω σου και να σε τυλίγει ολόκληρο σαν ένα δεύτερο δέρμα.
Από ψηλά, έτσι όπως καθόμουν στο στενό κεφαλόσκαλο, δίπλα στη βαριά σιδερένια πόρτα του θαλάμου, τα μικροσκοπικά προαύλια, κυκλωμένα από τα τεράστια τείχη, έμοιαζαν με τον πάτο ενός ξεχασμένου στη φωτιά τηγανιού.
Τίποτα δεν σάλευε. Τα μισόγυμνα κορμιά των κρατουμένων που λιάζονταν
ξαπλωμένοι στο τσιμέντο, ήταν ακίνητα σαν νεκρά. Οι λιγοστοί ήχοι πνίγονταν χωρίς να καταφέρνουν να διαπεράσουν το αόρατο φράγμα της αποχαυνωτικής ζέστης, που λες και είχε καθήσει πάνω από το κάστρο-φυλακή σαν μιά πρόσθετη τιμωρία για τους
τροφίμους του.
Οι δίδυμοι, μακρόστενοι θάλαμοι, χτισμένοι ο ένας πάνω στον άλλο με την πλάτη στην εσωτερική πλευρά των τειχών, μοιάζανε και ήταν το μόνο καταφύγιο
αλλά ελάχιστοι τους προτιμούσαν.
Κοίταξα ψηλά τον κίτρινο ουρανό και έκλεισα τα μάτια αναποφάσιστος για το αν θα κοιμόμουν επιτόπου ή αν θα σερνόμουν μέχρι το κρεβάτι μου* τότε, τραβώντας
με, ο Μιχάλης με σήκωσε να φάμε.
Ο θάλαμος ήταν σχεδόν άδειος. Η μοναδική ίσως ώρα που μπορούσες να είσαι κάπως μόνος ή ανάμεσα στα πενήντα τόσα κρεβάτια και να νοιώσεις την πιό παράξενη μοναξιά, σ' έναν χώρο στοιχειωμένο από τη συνεχή παρουσία
φυλακισμένων ψυχών εδώ και δεκάδες χρόνια. Η θερμοκρασία πράγματι ήταν λίγο χαμηλότερη αλλά ο αέρας βαρύς και βρόμικος από τις αναθυμιάσεις των υγρών ντουβαριών και τις μυρωδιές των κορμιών που είχαν ποτίσει τα πάντα.
Το τραπέζι - ένα αναποδογυρισμένο χαρτοκιβώτιο ανάμεσα σε δύο κρεβάτια - ήταν στρωμένο. Λίγα τα αγαθά κι ακόμη λιγότερη η όρεξη* κανείς δεν έτρωγε από
ευχαρίστηση... Κάθησα στο κρεβάτι δίπλα στον Μιχάλη, πειράζοντας τον Σώστη, τον τρίτο της παρέας, που είχε αρχίσει ήδη να τσιμπολογάει.
Κάνα πεντάμηνο τώρα μοιραζόμασταν το ίδιο φαγητό και σκοτώναμε την ώρα μας παρέα, μολονότι ήμασταν τρεις εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι και με διαφορετικό ποινικό μητρώο...Δεν πειράζαμε κανέναν, αν και μερικές φορές κάποια πράγματα έπρεπε να μην τα αποφύγουμε, για να επιβιώσουμε. Κατά τα άλλα, αυτό που μας ενδιέφερε πάνω απ' όλα ήταν να αφαιρούμε μέρες από την ποινή μας και να τις προσθέτουμε στις υπόλοιπες χαμένες μέρες της ζωής μας, που έτσι κι αλλιώςσύντομη ήταν. Εγώ 22, το ίδιο ο Μιχάλης, 25 ο Σώστης.
Τα πειράγματα είχαν αρχίσει να ανταποδίδονται και το ανόρεχτο μεσημεριανό γινόταν σιγά-σιγά μια ευχάριστη, γεμάτη οικειότητα, σχεδόν ανθρώπινη στιγμή, που
όμως έμεινε μετέωρη από κάτι ξαφνικές απειλητικές παρουσίες γύρω μας.
Μιά ματιά ήταν αρκετή για να καταλάβω τι παιζόταν και να νιώσω αδρεναλίνη και φόβο να με κατακλύζουν.
Μέτρησα πέντε, σκορπισμένους δήθεν τυχαία μέσα στον θάλαμο. ΄Ολοι γνωστοί και μέλη της ίδιας συμμορίας που συναντούσες σε ολόκληρη τη φυλακή.
Δύο στην πόρτα, άλλοι δυό δεξιά κι αριστερά μας σε κάποια απόσταση, και ο πέμπτος στο άνοιγμα των δύο κρεβατιών όπου καθόμασταν. Φορούσαν όλοι μπουφάν
κι είχαν τα χέρια στις τσέπες - σουγιάς ή ξυράφι;
Προσεχοντας τα λόγια μου και με έναν τόνο οικειότητας στη φωνή, στρέφηκα σ' αυτόν που στεκόταν κοντύτερά μας και ήξερα πως ήταν ο αρχηγός. Μου ήταν κατά κάποιον τρόπο υποχρεωμένος από κάτι αιτήσεις και ερωτικά γράμματα που είχα γράψει για λογαριασμό του, χωρίς να δεχτώ το αντίτιμο που μου προσέφερε,
κάτι χάπια και λίγο μαύρο δηλαδή, αν και σε τέτοιες στιγμές αυτά δεν μετράνε και πολύ.
- Κώστα, υπάρχει κάποιο πρόβλημα;
-Κάτι υπάρχει αλλά δεν σε αφορά. Θέλω να μιλήσω στον Μιχάλη, είπε ξερά και με τόνο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
Μιά σταλιά άνθρωπος, καχεκτικός και τρελαμένος από τα χάπια, όμως επιβαλλόταν γιατί δεν τον νοιάζανε οι συνέπειες των πράξεών του.
-Κατάλαβες; ξανάπε.
Η απειλή - οδηγία προς τρίτους ήταν σαφής. Κούνησα το κεφάλι καταφατικά, νιώθοντας ταυτόχρονα και ανακούφιση* δεν χρειάζεται να' χεις κάνει κάτι για να
μπλέξεις μαζί τους. Πως όμως θα αφήναμε τον Μιχάλη στα χέρια τους;
Κοίταξα τον Σώστη ψάχνοντας να βρω στήριγμα αλλά εκείνος, πιό έμπειρος από μένα, είχε γίνει κιόλας νεκρή φύση, ενώ με την άκρη του ματιού μου παρακολουθούσα δίπλα μου τον Μιχάλη, αφύσικα ήρεμο, σαν να μην τον αφορούσε το σκηνικό.
΄Ολοι μοιάζαν να έχουν παγώσει μέσα στην αφόρητη ζέστη Τα μάτια μου έτσουζαν από τον ιδρώτα που κυλούσε στο μέτωπό μου και ο μόνος ήχος που έσπαζε
την εκκωφαντική σιωπή ήταν κάτι σαν μακρινές φωνές παιδιών στην παραλία.
Μια μύγα πέταξε μπροστά στο πρόσωπό μου αλλά δεν τόλμησα να την διώξω.
Ισορροπούσαμε σε τεντωμένο σκοινί και το παραμικρό θα γινόταν αφορμή να πέσουμε όλοι κάτω - ακροβάτες σε κακοστημένη παράσταση, που κορυφώθηκε με τη
γεμάτη θεατρικότητα είσοδο του έκτου της συμμορίας, συγκατηγορούμενου του
Μιχάλη σε υπόθεση ναρκωτικών. ΄Ηταν η στιγμή για να αρχίσουν οι πτώσεις.
Ο Μιχάλης πετάχτηκε και, πηδώντας πάνω από τα κρεβάτια, όρμησε εναντίον του* το είχε καταλάβει πως αυτός τους είχε βάλει, για να λύσει τις διαφορές μαζί του.
Το πρώτο χτύπημα βρήκε τον άλλο απροετοίμαστο. Δεν περίμενε αυτή την απελπισμένη επίθεση. Ο Μιχάλης το ήξερε πως δεν θα τη γλίτωνε και προσπάθησε να
αιφνιδιάσει, δεν πρόλαβε όμως να φτάσει στην πόρτα. Πέσαν οι άλλοι πάνω του.
Γύρισα το κεφάλι αλλού και σκέπασα με τις παλάμες τ' αυτιά μου, να μην ακούω τα χτυπήματά και τις πνιχτές κραυγές. Δεν τολμούσα να κουνηθώ, ούτε να
μιλήσω. Κρατούσα και την ανάσα μου, είχα λουφάξει στον βυθό του φόβου και της ντροπής.
Δεν κράτησε πολύ, μιά απλή προειδοποίηση και φύγαν σαν τίποτα να μην είχε συμβεί.
Σηκώσαμε από το βρόμικο πάτωμα το κουλουριασμένο σώμα του Μιχάλη και τον ξαπλώσαμε στο κρεβάτι του. Αίμα έτρεχε από τη μύτη του και τα χείλια του είχαν
σκιστεί, ενώ το ένα του μάτι ήταν κιόλας πρησμένο.
Για ώρα κανείς δεν μιλούσε και ο ένας απόφευγε το βλέμμα του άλλου. ΄Οταν κάποια στιγμή κατάφερα να τον κοιτάξω, μου είπε με παράπονο:"Δεν πειράζει. Αυτό
που με πονάει είναι που δεν τον έβαλα από κάτω".
΄Εσκυψα το κεφάλι χωρίς να μιλήσω. Φαίνεται πως τελικά ο καθένας ντρεπόταν για τους δικούς του λόγους.
Τρεις μήνες μετά το περιστατικό, ο Μιχάλης αποφυλακίστηκε και λίγο αργότερα σκοτώθηκε τρέχοντας με τη μοτοσικλέτα του.
Εγώ συνέχισα να τρώω με τον Σώστη, που σε έξι μήνες τον πήραν μεταγωγή σε άλλη φυλακή.

Free Blog Counter
Poker Blog